γεννήματα

γεννήματα
γέννημα
that which is produced
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεννήματ' — γεννήματα , γέννημα that which is produced neut nom/voc/acc pl γεννήματι , γέννημα that which is produced neut dat sg γεννήματε , γέννημα that which is produced neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… …   Dictionary of Greek

  • γέννημα — το 1. το τέκνο, ο γόνος: Είναι γέννημα θρέμμα της Κρήτης. 2. μτφ., δημιούργημα, πλάσμα, προϊόν: Τα οράματα που λέει ότι βλέπει είναι γεννήματα της φαντασίας του. 3. συνήθ. στον πληθ., γεννήματα οι καρποί των δημητριακών: Γενήκαν τα γεννήματα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • жито — хлеб, особенно рожь , житмень ячмень , диал., житный, прилаг., житница, укр. жито рожь , блр. жыто, ст. слав. жита γεννήματα (Остром.), болг. жито хлеб, зерно , сербохорв. жи̏то, словен. žitо – то же, чеш. žito, слвц. žito, польск. żуtо, в. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • житница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (τὰ γεννήματα) плоды земные и древесные; все, куда что либо… …   Словарь церковнославянского языка

  • отъродъ — ОТЪРОД|Ъ (11), А с. 1.Дитя, детеныш: таче ˫ако добрѣ исплѡдѧть(с) [рыбы] i ѿрѡды сво˫а въскормѧть… паки вси възвратѧть(с) на сво˫а жилища. зимѣ приступающи. на глубиньную теплѡту ѿбѣгають (τὰ ἔκγονα) МПр XIV2, 35 об.; плюновениѥмь ѿрода слѣпагѡ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Порождения ехиднины — …   Википедия

  • VIPERA — Isidoro, Origin. l. 12. c. 4. quod vi pariat, uti Graecis Grammaticis plerisque ἔχις, quia ἔχῃ, contineat usque ad mortem fetum. Nempe viperam marem in coitu caput inserere ori coniugis ac in illud exspuere semen, illamque, rabidâ libidinis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άθρεπτος — και άθρεφτος και άθρεφος, η, ο (Α ἄθρεπτος, ον) αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς νεοελλ. 1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός 2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”